dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
(χρηματική) αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
(χρηματική) αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entschädigung
Ⓦ
Ⓖ
…